απολυταρχία

απολυταρχία
1) acrobatique
2) autocratie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται …   Dictionary of Greek

  • απολυταρχία — η 1.το να κυβερνά κανείς χωρίς περιορισμούς: Στο σπίτι τους ο πατέρας του κυβερνούσε απολυταρχικά. 2. πολιτειακό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας κυβερνά χωρίς περιορισμούς, δεσποτικά: Το 18ο αιώνα στην Ευρώπη επικρατούσε το πολιτειακό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολυταρχικός — ή, ό 1. σχετικός με την απολυταρχία 2. (για ανθρώπους) τυραννικός, δεσποτικός 3. οπαδός της απολυταρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • απολυταρχισμός — ο η απολυταρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυταρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • γεροντισμός — Η σωματική και διανοητική κατάσταση, αλλά και οι γεροντικές συνήθειες. Γ. ονομάζεται επίσης το πολιτικό σύστημα, στο οποίο την αρχή έχουν οι γέροι, γνωστό και ως γεροντοκρατία. (Εκκλ.) Διοικητικό σύστημα του οικουμενικού πατριαρχείου της… …   Dictionary of Greek

  • διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …   Dictionary of Greek

  • Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”